- αμέρωτος
- -η, -ο [μερώνω]ο αμέρευτος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμέρωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε μερώθηκε, δεν καταπραΰνθηκε: Τρεις μέρες χαροπαλεύαμε κι η θάλασσα αμέρωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλάρωτος — η, ο [λαρώνω] 1. αμέρωτος, ακαλμάριστος, ανήσυχος, απαρηγόρητος 2. αγιάτρευτος, ανίατος … Dictionary of Greek